Ένα χρονικό… προαναγγελθέντων θανάτων και καταστροφών από πλημμύρες στην Αττική

Η πρόσφατη τραγωδία της απώλειας ζωής 24 συμπολιτών μας, αλλά και περιουσιών στην ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας Αττικής, επαναφέρει με τον πιο ζοφερό τρόπο το σοβαρό πλημμυρικό πρόβλημα και τις συνέπειες του στο λεκανοπέδιο. Ένα πρόβλημα πολυσυζητημένο (συνήθως μετά την εκάστοτε καταστροφή) από ειδικούς και μη, που όμως διαχρονικά αντί να καλυτερεύει χειροτερεύει τόσο λόγω της κλιματικής αλλαγής που εντείνει τα ακραία γεγονότα βροχής, αλλά και λόγω της αλόγιστης δόμησης (παράνομης ή… νομιμοποιημένης εκ των υστέρων) μέσα στα ρέματα , της ελλιπούς αντιπλημμυρικής προστασίας και των πυρκαγιών που καίνε τα περιαστικά δάση στα βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο με συνέπεια να κατεβαίνουν από τις πλαγιές μαζί με το νερό τεράστιες ποσότητες φερτών υλών σχηματίζοντας μια μεγάλη λασποπλημμύρα που καταπλακώνει αδιακρίτως ό,τι βρίσκεται στο πέρασμα της, δηλαδή περιουσίες και ανθρώπινες ζωές. Οι περιοχές που είναι υποψήφιες για τέτοια καταστροφή είναι γνωστές. Σε αυτές συγκαταλέγεται η ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας, όπου συνέβησαν τα πρόσφατα γεγονότα, αλλά και όλη η δυτική Αττική και άλλες περιοχές που βρίσκονται σε χαμηλά υψόμετρα κάτω από πλαγιές βουνών, με υδρογραφικό δίκτυο που έχει εξαφανιστεί από την παράνομη αστικοποίηση και χωρίς τις κατάλληλες αντιπλημμυρικές υποδομές. Σε αυτές τις περιοχές δεν είναι υπερβολή να πει κάποιος ότι ουσιαστικά… έχουν προαναγγελθεί οι καταστροφές σε περιουσίες και ζωές!

 

Ένα σημείο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι η αναγκαιότητα να υπάρξουν σωστές μελέτες με βάση τις οποίες θα σχεδιάζονται τα αντιπλημμυρικά έργα. Δυστυχώς πολλά “αντιπλημμυρικά” είναι κακοσχεδιασμένα και επιδεινώνουν αντί να αποσοβούν πλημμυρικές καταστροφές! Η πρόσφατη ιστορία στην Αττική με τις μεγάλες καταιγίδες και πλημμύρες, οι οποίες συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες συνήθως την ίδια εποχή του χρόνου (Οκτώβριο -Νοέμβριο), μας δίνει ένα μέτρο σύγκρισης και μας δείχνει στατιστικά τουλάχιστον ότι τα φαινόμενα αυτά είναι μεν ακραία αλλά η περίοδος επαναφοράς τους δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μελετηθούν λεπτομερώς και να βελτιώσουν τα κριτήρια σχεδιασμού των αντιπλημμυρικών έργων (αναχωμάτων, δικτύων ομβρίων, εγκιβωτισμών κοίτης ρεμάτων, κλπ) των ευάλωτων αυτών περιοχών με σοβαρές υδρολογικές μελέτες, εγκαταλείποντας για πάντα το απαράδεκτο σύστημα μελέτης – κατασκευής των έργων που γίνονται χωρίς πραγματικά και συστηματικά στοιχεία πεδίου.

 

Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς, υπάρχει λύση σε αυτό την περίπλοκη κατάσταση ή θα συνεχίσουμε να χανόμαστε στο σύνηθες γαϊτανάκι αναζήτησης ευθυνών και “κροκοδείλιων” δακρύων; Αντιλαμβάνομαι ότι η “προφανής” απάντηση: “Ναι, να επανέλθουν τα ρέματα στη φυσική τους κατάσταση, να διορθωθούν τα αντιπλημμυρικά έργα που έχουν διαστασιολογηθεί ανεπαρκώς, να ληφθεί πλήρης προστασία στις καμένες πλαγιές των βουνών”, φαντάζει εξωπραγματική και ιδιαίτερα δύσκολα διαχειρίσιμη από πολιτικής και οικονομικής σκοπιάς. Θα έλεγα, λοιπόν, ας φροντίσουμε τουλάχιστον τόσο η πολεοδομική ανάπτυξη όσο και η αντιπλημμυρική προστασία να γίνονται σωστά από εδώ και ύστερα. Παράλληλα θα πρέπει να βελτιωθεί η πρόγνωση καιρού, π.χ. να γίνεται επιτέλους και ποσοτική πρόγνωση υετού, όπως και πρόγνωση – προειδοποίηση με μη επίγεια μέσα (ραντάρ, δορυφόροι) ακραίων καταιγίδων σε πραγματικό χρόνο. Αυτό σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση και βελτίωση της επικοινωνίας αλλά και της ετοιμότητας των αρμοδίων φορέων (πολιτική προστασία, αυτοδιοικητικές υπηρεσίες κλπ) ίσως να μην σώσει τις περιουσίες που βρίσκονται στα ρέματα, σίγουρα όμως θα σώσει πολλές ζωές!
 
Μ. Α. Μιμίκου

Ομ. Καθηγήτρια ΕΜΠ